εξασθένιση

εξασθένιση
η [εξασθενίζω]
εξάντληση, αδυνάτισμα, κατάπτωση, έλλειψη δυνάμεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξασθένιση — η 1. το να εξασθενίζει κανείς κάτι. 2. εξασθένηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… …   Dictionary of Greek

  • δάγγειος — Βαριά νόσος ενδημικής μορφής που οφείλεται σε διηθητό ιό, ο οποίος προσβάλλει κυρίως τα ζώα και μεταδίδεται στον άνθρωπο με ένα κουνούπι που ονομάζεται επιστημονικά στεγόμυια η ταινιωτή.Τα συμπτώματα του δ. είναι υψηλός πυρετός, έντονος πόνος στο …   Dictionary of Greek

  • εξασθένωση — η [εξασθενώ (II)] εξασθένιση …   Dictionary of Greek

  • λέπτυνση — η (AM λέπτυνσις, εως, ιων. γεν. ιος) [λεπτύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λεπτύνω, εκλέπτυνση («η λέπτυνση τού σύρματος») 2. αδυνάτισμα, εξασθένιση, απίσχνανση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”